-
1 короткий
επ., βρ: короток κ. короток, коротки, коротко, короткоκ. коротко, коротки, коротки κ. коротки; короче.1. κοντός, βραχύς•-ие ноги κοντά πόδια•
-ие волосы μικρά μαλλάκια•
платье коротко το φόρεμα είναι κοντό•
-ие брюки κοντό παντελόνι•
короткий путь κοντινός δρόμος•
-ое дыхание λαχάνιασμα•
-ое пальто κοντό πανωφόρι.
|| χαμηλός•-ая трава χαμηλά χόρτα.
2. σύντομος• μικρός•зимой дни -ие το χειμώνα οι μέρες είναι μικρές•
короткий срок σύντομη προθεσμία•
короткий разговор σύντομη συνομιλία.
|| γρήγορος, απότομος•удар απότομο χτύπημα.
|| συνοπτικός•-ая расправа συνοπτική διαδικασία (χωρίς πολλές διατυπώσεις).
3. στενός, φιλικός•-ие отношения στενές σχέσεις•
-ое знакомство γνωριμία από κοντά.
εκφρ.- ая волна – βραχύ κύμα (ραδίου)•- ая память – βραχεία μνήμη•руки коротки у тебя – κ.τ.τ. τα χέρια σου είναι κοντά (είσαι ανίσχυρος, ανίκανος να τα βάλεις με μένα)•короткий ум ή ум короток – στενός, περιορισμένος νους•в -их словах – συνοπτικά, σύντομα, κοντολογής•на -ой ноге – σε στενές (φιλικές) σχέσεις. -
2 визит
η επίσκεψ/ηнаносить - κάνω -, επισκέπτομαιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > визит
-
3 разговор
-а α.1. συνομιλία, κουβέντα, συνδιάλεξη• διάλογος• συζήτηση•длинный μακρά συνομιλία•
короткий разговор βραχεία (σύντομη) συνομιλία•
прервать разговор κόβω (σταματώ) την κουβέντα•
переменить разговор αλλάζω την κουβέντα• γυρίζω (στρέφω) αλλού την κουβέντα ή τη συζήτηση•
вести разговор συνομιλώ, κουβεντιάζω•
вступить в разговор παίρνω μέρος στη συνομιλία•
разговор между адвокатом и доктором διάλογος μεταξύ δικηγόρου και γιατρού•
возобновить επαναλαβαινω τη συνομιλία•
телефонный разговор τηλεφωνική συνδιάλεξη.
2. πλθ. -ры παλ. βλ. разговорник.εκφρ.без -ов – χωρίς κουβέντες (να μη χάνομε καιρό)•и -а (разговору) нет ή не может быть – α) ούτε συζήτηση (κουβέντα) δε γίνεται ή δε χωράει καμιά συζήτηση. β) συμφωνώ απόλυτα.